- ὑπέρων
- ὕπερονneut gen plὕπεροςpestlemasc gen plὕπεροςpestleneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπερών — ὑπέρ εἰμί sum pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύρη — Το σύνολο των πολυάριθμων μικρών κόκκων (γυρεοκόκκων ή μισκοσπορίων), που παράγονται με μειωτική πυρηνοτομία μέσα στους ανθήρες (μικροσποριάγγεια) των αγγειοσπέρμων ή στους γυρεόσακους (μικροσποριάγγεια) των γυμνοσπέρμων· αποτελούν το αρσενικό… … Dictionary of Greek
επικονίαση — Το σύνολο των φαινομένων κατά τα οποία οι ώριμοι γυρεόκοκκοι των ανθών μεταφέρονται στο στίγμα των υπέρων για τον εγγενή πολλαπλασιασμό των φυτών. Στην περίπτωση της αυτογαμίας (γονιμοποίηση από γυρεοκόκκους του ίδιου άνθους) η ε. συντελείται από … Dictionary of Greek
αερόγαμα — Φυτά στα οποία η επικονίαση των ανθών, δηλαδή η μεταφορά της γύρης των στημόνων στα στίγματα των υπέρων, γίνεται με τον άνεμο … Dictionary of Greek